- κατευμαρίζω
- κατευ-μᾰρίζω, strengthd. for εὐμαρίζω, Hsch., Suid., Phot.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κατευμαρίζω — (AM) (επιτ. τ. τού ευμαρίζω*) ελαφρύνω, ανακουφίζω, καθησυχάζω, απαλύνω εντελώς … Dictionary of Greek
κατευμαριζούσης — κατευμαρίζω pres part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατευμαρίζεται — κατευμαρίζω pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατευμαρίζοντες — κατευμαρίζω pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατευμαρίζοντος — κατευμαρίζω pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατευμαρίζων — κατευμαρίζω pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)